συνοικιστήρ

συνοικιστήρ
συνοικιστήρ
1 co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) O. 6.6

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοικιστήρ — one who joins in peopling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικιστήρ — ῆρος, ὁ, Α ιδρυτής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνοικιστῆρα — συνοικιστήρ one who joins in peopling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικιστής — ὁ, Α [συνοικίζω] συνοικιστήρ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”